- κοκκοβοας
- κοκκοβόαςκοκκο-βόᾱςadj. m кричащий «κόκκυ»
κ. ὄρνις Soph. = ἀλεκτρυών
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κ. ὄρνις Soph. = ἀλεκτρυών
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοκκοβόας — κοκκοβόας, ὁ (Α) βλ. κοκκυβόας … Dictionary of Greek
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek